ομομαστιγιας

ομομαστιγιας
    ὁμομαστιγίας
    ὁμο-μαστῑγίας
    -ου ὅ шутл. товарищ по кнуту, т.е. по рабству Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ομομαστιγιας" в других словарях:

  • ομομαστιγίας — ὁμομαστιγίας, ὁ (Α) (ως χαρακτηρισμός τού Διός στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, δηλαδή είναι δούλος, μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + μαστιγίας (< μάστιξ)] …   Dictionary of Greek

  • ὁμομαστιγίας — ὁμομαστιγίᾱς , ὁμομαστιγίας fellow knave masc acc pl ὁμομαστιγίᾱς , ὁμομαστιγίας fellow knave masc nom sg (attic epic doric aeolic) ὁμομαστῑγίᾱς , ὁμομαστιγίης masc acc pl ὁμομαστῑγίᾱς , ὁμομαστιγίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»